- αμνήστευτος
- (I)-η, -ο (Α ἀμνήστευτος, -ον) [μνηστεύω]νεοελλ.αυτός που ακόμη δεν μνηστεύθηκε, δεν αρραβωνιάστηκεαρχ.(για γυναίκα) αυτή που δεν έγινε νόμιμη σύζυγος, η παλλακίδα.————————(II)-η, -οαυτός που δεν του δόθηκε αμνηστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αμνηστευτός < αμνηστεύωη άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.